φυγαρσενία

φυγαρσενία
φῠγ-αρσενία, poet. [suff] φῠγ-ίη, ,
A shunning of men, Man.4.64.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυγαρσενία — και ιων. τ. φυγαρσενίη, ἡ, Α το να αποφεύγει κανείς τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τού αορ. ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω* + ἄρσην, ενος «αρσενικός»] …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”